Πιπεριές

Πιπεριές
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 162 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Βρίσκεται κοντά στην Αριδαία, όπου και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Άνω Ροδωνιά (υψόμ. 160 μ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… …   Dictionary of Greek

  • Almopia — Gemeinde Almopia Δήμος Αλμωπίας …   Deutsch Wikipedia

  • πίκλα — η, Ν συν. στον πληθ. οι πίκλες λαχανικά, κυρίως μικρά αγγούρια, πιπεριές, κομμάτια κουνουπιδιού κ.ά., που τοποθετούνται φρέσκα και διατηρούνται σε διάλυμα με ξίδι και αλατόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pickle, πιθ. < μσν. γερμ. pekel/peekel που… …   Dictionary of Greek

  • τουρσί — το, Ν 1. μέθοδος συντήρησης λαχανικών σε ξίδι ή σε άλμη 2. λαχανικό διατηρημένο σε ξίδι (α. «αγγούρια τουρσί» β. «πιπεριές τουρσί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tursu] …   Dictionary of Greek

  • Αδράρ ή Αντράρ — (Adrar).Όαση της αλγερινής Σαχάρας, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (464.900 τ. χλμ. 345.000 κάτ. το 2002) της Αλγερίας. Οι κάτοικοί της εκτρέφουν καμήλες και ζέβρες και καλλιεργούν σιτάρι, καπνό, πιπεριές και κρεμμύδια. Την όαση… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Άλφελντ — (Alföld, ουγγ. Nagy Alfοld). Χαμηλή πεδινή περιοχή της κεντρικής Ουγγαρίας, που περιλαμβάνει τις πεδιάδες μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Τίσα (γι’ αυτό λέγεται και ουγγρική Μεσοποταμία), τη λοφώδη περιοχή που εκτείνεται στα Δ από τον Δούναβη έως… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”